- περιβεβλημένῃ
- περιβάλλωthrow roundperf part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιβεβλημένη — περιβάλλω throw round perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Библейские пророчества — Библия … Википедия
Жена, облачённая в солнце — Жена, облечённая в солнце (миниатюра Геррады Ландсбергской, конец XII века) Слева от Жены изображена битва со зверем из моря, справа красный дракон извергает на неё водный поток, в небе над ней её младенец, восхищаемый к престолу Бога Жена,… … Википедия
Жена, облечённая в солнце — (миниатюра Геррады Ландсбергской … Википедия
одѣнъ — (31) прич. страд. прош. к одѣти: прѣзриши ‹ѹ›богааго. тьлѣньною одежею съ тобою не равъно одѣна. Изб 1076, 43 об.; прѣдъста цр҃ца о деснѹю тебе. въ ризахъ позлащенахъ ѡдѣна и ѹкрашена. (περιβεβλημένη) СбТр XII/XIII, 187; людьѥ на конихъ одени въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
παροιμία — Απόφθεγμα σύντομο και συχνά πνευματώδες, με αρχαία παράδοση και μεγάλη διάδοση, το οποίο, με μορφή καμιά φορά μεταφορική, εκφράζει μια ηθική παραίνεση ή μια σκέψη ή έναν κανόνα, καταστάλαγμα όλα της πείρας. Η συντομία, η δηκτικότητα, ο… … Dictionary of Greek
πορφυρός — ή, ό / πορφυροῡς, ᾱ, οῡν, ΝΜΑ, και πορφυρός, ά, όν, Μ, και πορφύρεος, έη, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής πορφύρας (α. «πορφυρά ενδύματα» β. «πορφυρά σύννεφα» γ. «πορφύρεον φᾱρος», Ομ. Οδ. δ. «τάπητας πορφυρέους», Ομ. Οδ. ε. «καὶ ἱμάτιον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek